επανεξέταση

επανεξέταση
η
εξέταση που γίνεται ξανά, επανάληψη εξέτασης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • αναθεώρηση — η (Α ἀναθεώρησις) νεοελλ. 1. νέα και επιμελέστερη εξέταση, επανεξέταση, επανέλεγχος, αναψηλάφιση 2. ριζική ανασκευή, αλλαγή τών ιδεών, πεποιθήσεων ή θεωριών κάποιου αρχ. ακριβής εξέταση, έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναθεωρῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθεωρήσιμος] …   Dictionary of Greek

  • αναπεμπασμός — ἀναπεμπασμός, ο (Μ) [ἀναπεμπάζομαι] η επανεξέταση …   Dictionary of Greek

  • ανασκοπή — η (Α ἀνασκοπή) 1. λεπτομερέστερη εξέταση, επανεξέταση, αναθεώρηση 2. αναλογισμός της ευθύνης, επιφύλαξη, δισταγμός αρχ. σκέψη, στοχασμός, εξέταση, μελέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σκοπή «προσεκτική παρατήρηση» < σκέπτομαι] …   Dictionary of Greek

  • ανασκόπηση — η 1. αναδρομή και επανεξέταση του παρελθόντος 2. ανακεφαλαίωση, συνοπτική επανέκθεση …   Dictionary of Greek

  • αναψηλάφηση — Ένδικο μέσο στο οποίο υποβάλλονται οι οριστικές αποφάσεις που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση. Η προθεσμία α. και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, εκτός από εξαιρέσεις. Αν γίνει… …   Dictionary of Greek

  • αντιπερίστασις — ἀντιπερίστασις, η (AM) μσν. 1. αμοιβαία αντίσταση 2. επανεξέταση αρχ. 1. συμπίεση, περίσφιξη από παντού 2. αμοιβαία εναλλαγή …   Dictionary of Greek

  • επαναποδισμός — ἐπαναποδισμός, ο (Α) επανεξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα ποδισμός «επιστροφή» (< ποδίζω «δένω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”